Την γνώρισα ένα μεσημέρι στο πάρκο που είχα βγάλει περίπατο τον σκύλο, καθόταν μόνη σε ένα παγκάκι καπνίζοντας. Χάιδεψε τον σκύλο και όπως σήκωσε το βλέμμα είδα τα μάτια της άγνωστης γυναίκας βουρκωμένα. Την ρώτησα εάν χρειάζεται βοήθεια, αν της συμβαίνει κάτι και αν μπορώ να βοηθήσω.
Σηκώνει το βλέμμα της ξανά λέγοντας μου σχεδόν ψιθυριστά. Έναν καφέ…
Απέναντι υπήρχε μια καφετέρια, της έδωσα να κρατήσει το σκύλο και έτρεξα να πάρω καφέ. Πήρα δυο καφέδες και επέστρεψα στο παγκάκι που καθόταν η άγνωστη κυρία, τής έδωσα τον καφέ και με μεγάλες ρουφηξιές άρχισε να τον απολαμβάνει ενώ σιγοψιθυρίζοντας με ευχαρίστησε.
Κάθισα δίπλα της, αφού ήπιε ακόμη μια ρουφηξιά, με ρώτησε αν είχα τσιγάρα. Της έδωσα και άρχισε να το καπνίζει με χαρά λες και ήταν το τελευταίο τσιγάρο πού κάπνιζε. Γυρίζει και με κοιτάζει και διακρίνω μια ευγνωμοσύνη στο βλέμμα της.
Ξέρετε, μου αποκρίνεται, πρώτη φορά συναντώ τόση ανθρωπιά, συνήθως με εξυβρίζουν ή με κυνηγούν επειδή κοιμάμαι στα παγκάκια. Τότε παρατήρησα πώς είχε στο πλάι της σακούλες, μάλλον εκεί θα είχε όλο της το βιός. Την ρώτησα για ποιον λόγο κοιμάται στα παγκάκια, δεν έχει σπίτι; Είναι άστεγη;
Τότε λύθηκε η γλώσσα της και αρχίζει να μου εξιστορεί τα βάσανα της. Πρόσφατα είχε αποφυλακιστεί, κανείς από την οικογένεια της δεν ήθελε σπίτι του μια “στιγματισμένη”. Ένας εγκλεισμός για χρέη και όμως την αντιμετώπισαν λες και ήταν σκουπίδι, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στο καθένα μας τις περίεργες μέρες που ζούμε, στην εποχή των μνημονίων και της κοινωνικής εξαθλίωσης.
-Πότε βγήκες από τη φυλακή την ρώτησα.
-Προχτές μου αποκρίθηκε, βγήκα και προσπαθούσα να μαζέψω όσον αέρα στερήθηκα όλους αυτούς τους μήνες του εγκλεισμού μου. Πήρα το λεωφορείο να πάω στο σπίτι μου, τότε ήρθα αντιμέτωπη με την απόρριψη, κλείνοντας μου κατάμουτρα τη πόρτα λέγοντας μου με φυλακόβιες δεν θέλουν παρτίδες.
Βουρκώνει καθώς μου διηγείται την ιστορία της αλλά αυτό πού διακρίνω είναι μια γυναίκα ταλαιπωρημένη μεν αλλά αξιοπρεπή, δεν κατηγόρησε κανέναν από την οικογένεια της, αντίθετα τους δικαιολόγησε.
-Πήρα την απόφαση να μείνω στα παγκάκια του πάρκου μιας και δεν είχα κάπου να πάω μου αποκρίθηκε, το πρωί παρατηρώ τον κόσμο που πηγαινοέρχεται, παιδάκια που παίζουν και αγαλλιάζει η ψυχή μου, αντικρίζω την άλλη όψη των ανθρώπων, πολλές φορές μού έφεραν φαγητό και νερό όταν αντιλήφθηκαν πώς είμαι άστεγη.όπως εσείς σήμερα που μου πήρατε καφέ και με κεράσατε τσιγάρο.
Βουρκώνω και εγώ μαζί της, τότε μου έρχεται στον νου το κλειστό διαμερισματάκι πού έχω, όχι τίποτε της προκοπής, ένα μικρό δυαράκι που θέλει επισκευή αλλά μπορεί να στεγάσει τη κυρία του πάρκου…
Την ρωτώ εάν θα ήθελε να μείνει στο διαμερισματάκι και αίφνης βλέπω να γουρλώνει τα μάτια της λες και της έκαναν το μεγαλύτερο δώρο.
Δέχτηκε λέγοντας μου πώς θα με βοηθά σε ότι χρειαστώ μέχρι να βρει δουλειά και άλλο μέρος να μείνει, ένας πρώην φυλακισμένος δεν βρίσκει και τόσο εύκολα εργασία, αλλά θέλοντας να την ενθαρρύνω και να της δώσω να καταλάβει πώς είναι χρήσιμη δέχτηκα και εγώ τη προσφορά της.
Φύγαμε από το πάρκο και κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι μου, δίπλα ήταν το διαμερισματάκι που της είχα αναφέρει και της το πρόσφερα να στεγάσει τα όνειρα της. Πήγα σπίτι τον σκύλο και πήρα τα κλειδιά του διαμερίσματος, με περίμενε με ανυπομονησία.
Ανεβήκαμε πάνω και όταν άνοιξα την πόρτα της φάνηκε σαν παλάτι… Άφησε τα πράγματα της σε μια γωνιά, προχώρησε και άρχισε να το εξερευνά, είδα την ευχαρίστηση της σαν μικρό παιδί που του χαρίζουν το ομορφότερο δώρο έκανε. Έσκυψε βουρκωμένη και μου φιλούσε τα χέρια. Τής είπα πώς θα τρώει σπίτι μου και στο διαμερισματάκι θα μπορεί να κάνει ότι θέλει σαν να ήταν στο δικό της σπίτι, ευτυχώς το είχα επιπλωμένο γιατί κάποτε το νοίκιαζα, αλλά επειδή μου άφηναν απλήρωτους λογαριασμούς και έφευγαν, είχα πάρει την απόφαση να το κλείσω.
Τής άναψα το θερμοσίφωνο και έφυγα τρέχοντας για το σπίτι μου να της φέρω ρούχα να αλλάξει πάνω κάτω είχαμε τον ίδιο σωματότυπο.
Επέστρεψα με σαμπουάν, σαπούνι και τα σχετικά και μια αλλαξιά ρούχα. Είχε μείνει άφωνη, δεν μπορούσε να φανταστεί το καλό που την βρήκε σήμερα στο πάρκο, εκεί που καθόταν βουρκωμένη και απογοητευμένη. Την άφησα να τακτοποιηθεί, τρέχοντας στο σπίτι να μαγειρέψω για να βάλει μια μπουκιά φαγητό στο στόμα της. Όταν τελείωσα το μαγείρεμα την φώναξα να έρθει, τότε θυμήθηκα πώς δεν μου είχε πει το όνομα της, πήγα λοιπόν στο διαμερισματάκι να την φωνάξω αλλά την είχε πάρει ο ύπνος, όπως ήταν ταλαιπωρημένη τόσες μέρες στα παγκάκια. Θα επέστρεφα αργότερα πού θα είχε ξυπνήσει, την άφησα να ξεκουράσει το πονεμένο και ταλαιπωρημένο της κορμί.
Είχαν περάσει πάνω κάτω δυο ώρες όταν άκουσα ένα χτύπημα στη πόρτα, ήταν εκείνη μου ζήτησε συγνώμη που δεν ήρθε νωρίτερα αλλά την είχε πάρει ο ύπνος, όπως μου είπε. Είχε να κοιμηθεί μέρες, στο παγκάκι το βράδυ φοβόταν και έμενε τα βράδια ξάγρυπνη, το πρωί με την φασαρία και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Της έβαλα να φάει, έκανε το σταυρό της και άρχισε να τρώει σιγά σιγά το φαγητό της λέγοντας μου πώς δεν έχει φάει νοστιμότερο φαγητό, την άφησα μόνη στην κουζίνα και έτρεξα να απαντήσω στο τηλέφωνο που χτυπούσε. Ήταν η κυρία που με βοηθούσε στο σπίτι λέγοντας μου πώς αρρώστησε η μητέρα της και θα έπρεπε να φύγει για το χωριό της, ως εκ τούτου δεν μπορούσε να συνεχίσει την εργασία της.
Τής ευχήθηκα περαστικά, κλείνοντας το τηλέφωνο σκέφτηκα πώς η κυρία που είχα βρει το πρωί θα μπορούσε να με βοηθά, έτσι με ένα μικρό μισθό και το σπιτάκι που της πρόσφερα θα μπορούσε να συνεχίσει την ζωή της. Τής το είπα έκανε τόση χαρά, σαν μικρό παιδί.
Έτσι ξεκίνησε η συγκατοίκηση με την κυρία Αρτεμισία, όπως την έλεγαν και εν τω μεταξύ μου είχε συστηθεί, μάλιστα θέλησε να μου δείξει και την ταυτότητα της.
Πέρασαν οι μέρες και η ζωή της κυρίας Αρτεμισίας πήρε άλλο νόημα, άρχισε να νιώθει πλέον λεύτερη πραγματικά και χρήσιμη. Όταν ήρθε η ώρα να την πληρώσω για τις υπηρεσίες της μού είπε το εξής το οποίο με σόκαρε!
-Κρατήστε τα χρήματα για το ενοίκιο του σπιτιού, δεν τα έχω ανάγκη προς το παρόν, εσείς μέχρι τώρα κάνατε τα πάντα για μένα και ήρθε η ώρα να σας βγάλω την υποχρέωση ήταν τα λόγια της…
Αυτή ήταν η κυρία Αρτεμισία που γνώρισα στο πάρκο, η κυρία Αρτεμισία πού είχαν απορρίψει συγγενείς και φίλοι γιατί βρέθηκε λόγω χρεών στη φυλακή και την αντιμετώπισαν ως τον τελευταίο εγκληματία. Αυτή ήταν η κυρία Αρτεμισία που μού έδωσε ένα μάθημα ζωής, πως ακόμη και ένας άνθρωπος που η ζωή του τα έφερε στραβά, διαθέτει αξιοπρέπεια!
Η κυρία Αρτεμισία έμεινε κοντά μου στο σπιτάκι και ζει ευτυχισμένη και χρήσιμη στην κοινωνία πλέον, προσπαθώντας να ξεχάσει το παρελθόν και χτίζοντας λιθαράκι λιθαράκι το μέλλον της.
Το άρθρο συμμετέχει στο διαγωνισμό αρθρογραφίας που διοργανώνει το NewAge Ideas με το Next Generation
Πηγή: enimerosou.gr
Πάρκο Πάρκο