\Άνευ όρων αποδοχή σημαίνει ότι αποδέχομαι τον άνθρωπο που έχω δίπλα μου, χωρίς να τον κρίνω και χωρίς να προσπαθώ να τον αλλάξω
Άνευ όρων αποδοχή σημαίνει ότι αποδέχομαι τον άνθρωπο που έχω δίπλα μου, χωρίς να τον κρίνω και χωρίς να προσπαθώ να τον αλλάξω. Ακόμη και στις συζητήσεις, εάν μου μιλάει για κάτι που τον απασχολεί, με το οποίο εγώ δεν συμφωνώ.
Η αποδοχή είναι μια στάση που έχω ως άνθρωπος και δεν επικοινωνείται μόνο λεκτικά. Δεν έχει σημασία μόνο το τι θα πω. Είναι κάτι που φαίνεται και από τον τρόπο, με τον οποίο θα το πω, το βλέμμα μου και την στάση του σώματος. Με το να αποδέχομαι τον συνομιλητή μου, χτίζω μια γέφυρα επικοινωνίας μαζί του.
Η άνευ όρων αποδοχή συνδέεται με την ενσυναίσθηση. Ενσυναίσθηση σημαίνει ότι μπαίνω στον κόσμο του άλλου, καταλαβαίνω ότι δεν είμαστε ο ίδιοι άνθρωποι και βλέπω τι του συμβαίνει μέσα από τα δικά του μάτια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ακούμε κάτι, με το οποίο δε συμφωνούμε και δε μας αρέσει, έχουμε ως αυτόματη αντίδραση την κριτική. Κρίνουμε αυτά που ακούμε με βάση τα δικά μας πιστεύω και πολλές φορές μειώνουμε την σημαντικότητά τους.
Ένα παράδειγμα, το οποίο έχει γίνει και ανέκδοτο, είναι: όταν ακούμε κάποιον να λέει «είμαι αγχωμένος», αμέσως απαντάμε: «μην αγχώνεσαι». Σε αυτήν την περίπτωση δεν αποδέχομαι αυτό που μου λέει, αλλά απαντάω μέσα από το πως το βλέπω εγώ.
Μπορεί αυτό που του συμβαίνει να μη μου φαίνεται σοβαρός λόγος για να αγχωθώ, εκείνον όμως τον απασχολεί. Αν απορρίπτω συνεχώς το βίωμά του, τότε το πιο πιθανό είναι να απομακρυνθεί από εμένα και ίσως, όταν κάτι τον απασχολεί, να επιλέξει να μην το συζητήσει μαζί μου.
Το να αποδέχομαι τους άλλους και αυτό που τους συμβαίνει δε γίνεται από τη μια ημέρα στην άλλη. Ξεκινάει, όμως, όταν καταφέρω να καταλάβω ότι ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και βιώνει τις καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο από τον δικό μου.
Όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε δίπλα μας ανθρώπους που ακούν αυτό που πραγματικά μας συμβαίνει, μας κατανοούν και μας αποδέχονται.